- δρακόντιο
- (dracum culus). Είδος σκουληκιού που παρασιτεί στον άνθρωπο και προκαλεί τη νόσο δρακοντίαση. Συνήθως παρασιτεί στον υποδερμικό ιστό των ανθρώπων που ζουν στις τροπικές περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής. Το σώμα του θηλυκού είναι λεπτό σαν νήμα και έχει μήκος έως 1,20 μ., ενώ του αρσενικού, που είναι επίσης λεπτό και κυλινδρικό, δεν ξεπερνά τα 3 εκ. Μετά τη γονιμοποίηση που γίνεται στον οργανισμό του κύριου ξενιστή, το αρσενικό πεθαίνει, ενώ οι μικροφιλάριες που προκύπτουν αποβάλλονται από τον κύριο ξενιστή. Έπειτα, αφού αναπτυχθούν είτε σε νερό είτε σε υγρό έδαφος, προσλαμβάνονται από τον ενδιάμεσο ξενιστή, που είναι ένα μικρό καρκινοειδές που ονομάζεται κύκλωπας, και εισέρχονται στην περισπλαγχνική του κοιλότητα. Η μόλυνση του ανθρώπου μπορεί να γίνει είτε απευθείας με τη διείσδυση του παρασίτου στο δέρμα του είτε με την πόση νερού που περιέχει κύκλωπες.
* * *και δρακόντι, το (Α δρακόντιον)1. ζωολ. παρασιτικός νηματώδης σκώληκας που προκαλεί στον άνθρωπο την ασθένεια δρακοντίαση2. βοτ. δρακοντιά3. είδος ψαριού, δρακόνι4. φρ. ως επίθ. «δρακόντιο αίμα» — κόκκινη βαφή, κιννάβαριαρχ.1. το υποκορ. του δράκος2. τα δρακόντιαείδος σύκων.
Dictionary of Greek. 2013.